- μποσικάρω
- μποσίκαρα και μποσικάρισα, μποσικαρισμένος1. μτβ., χαλαρώνω, ξεσφίγγω: Μποσικάρισε τα λουριά.2. αμτβ., χαλαρώνομαι, ηρεμώ: Μποσικάρισα στην παραλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.